- συκοφάντης
- ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, -ιδος, Α1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιέςβ) μηνυτής εκείνων που επιχειρούσαν παράνομη εξαγωγή σύκων από την περιοχή τών Αθηνών ή όσων πολιτών αναλάμβαναν τη συλλογή σύκων τα οποία θεωρούνταν δημόσιο έσοδογ) ο πολίτης που φανέρωνε τα σύκα τα οποία είχαν κρυμμένα κάτω από τα ρούχα τους οι κλέφτες σύκωνδ) άτομο που έσειε τις συκιές και φανέρωνε έτσι την ύπαρξη σύκων κάτω από τα πυκνά φυλλώματα τού δέντρουε) άτομο που έδειχνε το αιδοίο του, επιδειξίαςστ) (κατ' επέκτ.) άνθρωπος που ενδιαφερόταν για τα δημόσια συμφέροντα και κατήγγελλε τις σχετικές παραβάσεις, όταν μάλιστα δεν υπήρχε δημόσιος κατήγορος και, κυρίως, τις λαθραίες εισαγωγές προϊόντων, την παράνομη κτήση και επικαρπία ξένης ιδιοκτησίας, την αποφυγή πληρωμής φόρων αλλά και όσους είχαν εχθρικές διαθέσεις προς την πόλη τών Αθηνώναρχ.1. απατηλός σύμβουλος2. άτομο που εκβιαστικά και με ψευδείς κατηγορίες και απειλές προσπαθούσε να αποσπάσει χρήματα από πλούσιους πολίτες, εκβιαστής3. δημόσιος υπάλληλος που έκανε μηνύσεις με ψευδείς κατηγορίες εναντίον αθώων πολιτών4. (στη νέα κωμωδία) επαγγελματίας απατεώνας ή μυστικός πράκτορας, καταδότης, χαφιές.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -φάντης (< φαίνω), πρβλ. ιερο-φάντης. Από τις διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, ήδη από την αρχαιότητα, σχετικά με την ακριβή σημ. τής λ. συκοφάντης, πιθανότερη πρέπει να θεωρηθεί εκείνη σύμφωνα με την οποία η λ. δήλωνε αρχικά αυτόν που φανέρωνε, αποκάλυπτε τα κλεμμένα σύκα που ήταν.κρυμμένα μέσα στα ρούχα τού κλέφτη. Με αφετηρία αυτήν τη σημ., η λ., κατά μία άποψη, χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει εκείνον που κατέδιδε την κλοπή ασήμαντων πραγμάτων, όπως ήταν τα σύκα. Η ερμηνεία τού Πλουτάρχου, η οποία υποστηρίχθηκε και από νεώτερους μελετητές και κατά την οποία συκοφάντης στην αρχαία Αθήνα ήταν ο μηνυτής εκείνων που επιχειρούσαν λαθραία εξαγωγή σύκων, δεν επιβεβαιώνεται από κείμενα τής αρχαίας παράδοσης. Η λ. συκοφάντης, τέλος, ήδη στην αρχαία εποχή, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες, που δυσφημεί και διαβάλλει και με αυτήν τη σημ. χρησιμοποιείται και στη Νέα Ελληνική].
Dictionary of Greek. 2013.